-
1 родство
-а ουδ.1. συγγένεια•ближнее στενή συγγένεια•
дальнее родство μακρινή συγγένεια•
кровное родство συγγένεια εξ αίματος•
быть в -έ συγγενεύω.
2. συγγενείς, συγγενολόι•у него богатое родство αυτός έχει πολλούς συγγενείς.
3. ομοιότητα•родство идей συγγένεια ιδεών•
родство языков συγγένεια γλωσσών.
εκφρ.не – Πό•родство мящий -а – (για αλήτη) α) δε θυμάται (δεν ξέρει) την καταγωγή του. β) αυτός που ξέχασε το περιβάλλον που ανατράφηκε.